Η Ελλάδα είναι συνεχώς στην διεθνή ειδησεογραφία τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης του χρέους και της συνεπακόλουθης ύφεσης που έχει αποδεκατίσει την οικονομία και την κοινωνία.
Tο 45% του ΑΕΠ έχει χαθεί από το 2008 και τώρα βρίσκεται σε επίπεδα προ Ευρώ, το δημόσιο χρέος, παρά τις τόσες προσπάθειες έχει εξακοντιστεί στο 180% του ΑΕΠ και το ΔΝΤ αμφιβάλλει για τη βιωσιμότητά του, οι επενδύσεις έχουν κατακρημνιστεί. Σύμφωνα με μελέτες, €100 δις χρειάζονται για να έρθει επιτέλους η ανάπτυξη και να απορροφηθούν το 1 εκατομμύριο άνεργοι Έλληνες (ποσοστό ανεργίας 25%, εκ των οποίων πάνω από 50% για τους νέους) και να μην μεταναστεύει ο κόσμος (πάνω από 400.000 έχουν φύγει) για να μη μιλήσουμε για τα ποσοστά φτώχειας. Εν τω μεταξύ, οι μαθητευόμενοι μάγοι της Τρόικας και των διαφόρων κυβερνήσεων συνεχίζουν να κατακρίνουν και να νομοθετούν χωρίς αποτέλεσμα. Να σε κάψω Γιάννη να σ’αλείψω λάδι…
Θα περίμενε λοιπόν κάποιος που δεν έχει επαφή με την Ελλάδα και ακούει όλη αυτή την καταστροφολογία ότι τίποτα δεν λειτουργεί. Ωστόσο, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 87η θέση στην λίστα ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum) το 2016 (και 87η το 2017 πέφτοντας από την 67η το 2008 πριν την κρίση) σε σύνολο 137 χωρών που αξιολογήθηκαν και 193 διεθνώς. Έχει συγκρίσιμες βαθμολογίες με τον μέσο όρο της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής όσον αφορά την υγεία, την εκπαίδευση, τις υποδομές και υστερεί σε θεσμούς, επιχειρηματικές πρακτικές και καινοτομία καθώς και σε τομείς που πλήττονται από την οικονομική κρίση, όπως το μακροοικονομικό περιβάλλον και τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Δηλαδή η κατάταξη επηρεάζεται κυρίως από τα αποτελέσματα της κρίσης και θα ήταν πολύ καλύτερη αν υπήρχε ρευστότητα στην οικονομία!! Κάτι που επαφίεται σε άλλους..
Η αρνητική δημοσιότητα για την Ελλάδα όμως συνεχίζεται και επικεντρώνεται στην αναποτελεσματικότητα, τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία, τα εργατικά θέματα, τη νομοθεσία, τη φοροδιαφυγή και, εν τέλει την νοοτροπία. Ως απόδειξη έχουν γραφτεί και βιβλία με τα άρθρα που έχουν συλλεχθεί από τον διεθνή τύπο («Έλληνες: Διεφθαρμένοι, Τεμπέληδες και Απείθαρχοι: Στερεότυπα του Βρετανικού τύπου για τους Έλληνες στα Χρόνια της Κρίσης» Θωμάς Τσακαλάκης, 2016 και «Η Ελληνική Κρίση στα Μέσα Ενημέρωσης: Στερεότυπα στον Διεθνή Τύπο» (The Greek Crisis in the Media: Stereotyping in the International Press), Γιώργος Τζογόπουλους 2013). Πολλές φορές τα άρθρα αυτά είναι άδικα, προκατειλημμένα, υποτιμητικά, υπερβολικά, ίσως κατευθυνόμενα και εν τέλει καταστρεπτικά. Είναι απορίας άξιο πως οι πρωτοπόροι της πολιτικής ορθότητας (political correctness) στη Δύση οι οποίοι πλέον δεν μπορούν ούτε ανέκδοτο να πούνε για εθνότητες χωρίς να στοχοποιηθούν ως ρατσιστές, ανερυθρίαστα λένε τόσα αρνητικά για τους Έλληνες και πολλοί δυστυχώς τα ανέχονται και σε ορισμένες περιπτώσεις επικροτούν χωρίς τουλάχιστον κάποια έρευνα. Φτάσαμε στο σημείο ο πρόεδρος του ECOFIN Νταισελμπλουμ να πει ότι οι Νότιοι Ευρωπαίοι έχουν ξοδέψει τα χρήματά τους σε ποτά και γυναίκες οπότε δεν μπορούν μετά να ζητάν την Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη!!!! Τέτοια απλούστευση και προκατάληψη μόνο σε συζήτηση καφενείου θα μπορούσε να ειπωθεί και όχι από έναν υψηλά ιστάμενο. Αλλά και να ήθελε να κάνει μια αναφορά στις σπατάλες των τελευταίων χρόνων παρέλειψε να αναφερθεί και στα λεφτά που χορήγησαν Ευρωπαϊκές τράπεζες και εν συνεχεία ξοδεύτηκαν σε εισαγόμενα από την Ευρώπη αυτοκίνητα και καταναλωτικά αγαθά ή διακοπές εκεί με τα περίφημα διακοποδάνεια!). Βέβαια αυτό είναι αντικείμενο για άλλη συζήτηση. Όλα αυτά βέβαια έχουν δημιουργήσει μεγάλη δυσπιστία και από τις δυο πλευρές και εχθρότητα. Έχουν ενδεχομένως εξάψει παλαιότερες προκαταλήψεις με αποτέλεσμα η αρνητική ψυχολογία να δημιουργεί Ευρωσκεπτικισμό και να δυσκολεύει την εξεύρεση λύσης.
Το θέμα αυτής της αρνητικής δημοσιότητας είναι πολύ σημαντικό ειδικά στο εξωτερικό όπου το κοινό δεν έχει άμεση επαφή με την πραγματικότητα με αποτέλεσμα να φέρνει σε άσχημη θέση και τους ομογενείς και ξενιτεμένους αλλά και όλους αυτούς που προσπαθούν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα ή να προσελκύσουν επενδύσεις. Πολλά από αυτά τα σχόλια τα ακούμε και από τους τουρίστες. Το άρθρο αυτό γράφτηκε αρχικά για το κοινό του εξωτερικού όπου ο γράφων ζει εδώ και πολλά χρόνια και βιώνουν την δυσφήμηση άμεσα. Μπορεί όμως να παρέχει τα «πολεμοφόδια» στον κάθε πατριώτη ώστε να κρίνει από μόνος και να αντικρούσει την προπαγάνδα που μεταδίδεται από τα διάφορα ΜΜΕ αλλά και από άλλους κακοπροαίρετους ή παραπληροφορημένους συμπολίτες. Βλέπετε, συχνά το κοινό που δεν έχει τις γνώσεις ή το χρόνο να τα αναλύσει τα δέχεται όλα αυτά παθητικά και σε αυτό ποντάρουν οι διάφοροι «ειδήμονες» των ΜΜΕ. Εν τέλει, το άρθρο αποσκοπεί στην υπεράσπιση της Ελληνικής τιμής και της κοινωνίας χωρίς όμως και να θέλει να εξωραΐσει ή να προσφέρει άφεση αμαρτιών.
Ταυτόχρονα όμως, αποσκοπεί να παρέχει και μια πιο σφαιρική άποψη σε επενδυτές ώστε να μην απέχουν από καλές επιχειρηματικές προτάσεις οι οποίες καταλήγουν σε αετονύχηδες. Ίσως και αυτός να είναι ένας από τους σκοπούς που γίνεται. Από την άλλη βέβαια υπάρχουν και πολλοί οι οποίοι δεν επενδύουν απλά επειδή δεν θέλουν ή δεν μπορούν δηλαδή δεν έχουν τα λεφτά, τις γνώσεις ή τον χρόνο. Όποιος δε θέλει να ζυμώσει πέντε μέρες κοσκινάει λέει ο λαός… Δεν θα πρέπει όμως να κρύβονται πίσω από δικαιολογίες και να επηρεάζουν και άλλους. Για να γίνει μια επένδυση χρειάζεται υποστήριξη από συμβούλους που έχουν καλές γνώσεις της πραγματικότητας. Αν π.χ. κάποιος έχει τη φαεινή ιδέα να αγοράσει ένα κεντρικό οικόπεδο μιας πόλης και να κάνει ουρανοξύστη και εμπορικό κέντρο ή εργοστάσιο σε μια παραλία σίγουρα θα βρει αντιδράσεις. Ακόμα και στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης που είναι γεμάτο ουρανοξύστες υπάρχει αντίδραση σε χτίσιμο νέων οικοδομών γιατί υποστηρίζουν ότι ρίχνουν σκιά στην υπόλοιπη πόλη. Γιατί όμως κάποιοι εξανίστανται σε αυτές τις περιπτώσεις στην Ελλάδα; Μήπως γιατί προσπαθούν να υπερκεράσουν τις αντιδράσεις; Ας είμαστε λίγο κριτικοί σε αυτές τις κραυγές. Μη ξεχνάμε ότι οι μεγάλοι επενδυτές πάντα έχουν εταιρίες δημόσιων σχέσεων δουλειά των οποίων είναι να καταχωρούν άρθρα στα ΜΜΕ. Για αυτό είναι χρήσιμο να εξετάσουμε όλα αυτά τα παράπονα.
Οι ακόλουθες πλάνες θα καλυφθούν εδώ:
Α. Εργατικά Θέματα
1. Τεμπελιά
2. Αρνητικό εργασιακό καθεστώς
3. Υψηλά ημερομίσθια (χαμηλή ανταγωνιστικότητα)
4. Συντάξεις και ασφαλιστικές εισφορές
5. Χαμηλή παραγωγικότητα
6. Η Ελλάδα δεν παράγει ή δεν μπορεί να παράξει
Β. Επιχειρηματικό περιβάλλον
7. Φοροδιαφυγή
8. Παραοικονομία
9. Διαφθορά
10. Γραφειοκρατία και Αναποτελεσματικότητα
Γ. Πλάνες και Επενδύσεις
11. Κανένας λογικός άνθρωπος δε θα’θελε να επενδύσει στην Ελλάδα..
1.Τεμπελιά
Πώς μπορεί να καταγραφεί η τεμπελιά με νούμερα; Τεμπέλης είναι κάποιος που δε δουλεύει. Οι Έλληνες εργάζονται τις περισσότερες ώρες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ και των χωρών της ΕΕ: κατά μέσο όρο 42 ώρες εβδομαδιαίως σύμφωνα με συγκεντρωτικά στοιχεία επί της συνολικής απασχόλησης. Μάλιστα όσο αφορά τις συνολικές ώρες εργασίας οι Έλληνες τοποθετούνται στις κορυφαίες θέσεις και διεθνώς. Είναι επίσης σύνηθες να δουλεύουν δύο ή περισσότερες δουλειές και μερικές φορές κάποιο μέρος αυτής της εργασίας δεν απεικονίζεται στα επίσημα στοιχεία λόγω της παραοικονομίας. Συνεπώς μπορεί το νούμερο να είναι και μεγαλύτερο. Ένας ακόμα λόγος για αυτό το υψηλό νούμερο είναι και η μικρότερης διάρκεια άδειας στην Ελλάδα (τέσσερις εβδομάδες το χρόνο όταν στην Αυστρία και στη Δανία δίνονται πέντε).
Φυσικά αυτό που θα πούνε κάποιοι είναι τι σημασία έχει το πόσες ώρες είναι κάποιος στη δουλειά άμα δεν κάνει κάτι? Μα αυτό εξαρτάται από την δουλειά που του δίνεται και θα αναλυθεί στην πλάνη για την παραγωγικότητα παρακάτω. Για την ώρα όμως κανένας δεν μπορεί να πει ότι οι Έλληνες είναι τεμπέληδες και τουλάχιστον για τους πολλούς Έλληνες όπου έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό δεν υπάρχει τέτοια κατηγορία, το αντίθετο μάλιστα.
2. Εργασιακό Καθεστώς
Συχνά ακούγονται παράπονα ότι τα συνδικάτα στην Ελλάδα είναι μη συνεργάσιμα και ότι ο εργατικός νόμος είναι άκαμπτος. Κατ’ αρχάς η Ελλάδα έχει ένα εργατικό καθεστώς το οποίο ακολουθεί τα δεδομένα της ηπειρωτικής Ευρώπης που διακρίνονται για τις κοινωνικές ευαισθησίες τους και σε αυτό το πλαίσιο είναι σίγουρα πιο φιλεργατικό από το αγγλοσαξονικό/ατομικιστικό (individualist) σύστημα της Αμερικής (όπου και εκεί όμως υπάρχουν συνδικάτα) ή της Ασίας. Το εργατικό πλαίσιο της Ελλάδας χαλάρωσε επίσης πρόσφατα με τις μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιούνται κάτω από τις απαιτήσεις της Τρόικας. Σύμφωνα με στοιχεία αλλά και με εμπειρίες του υπογράφοντα το πλαίσιο αυτό είναι ελαστικότερο από αυτό άλλων χώρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες όμως έχουν υψηλότερους απολαβές και απασχόληση (όπως πχ η Γερμανία). Είναι π.χ. σύνηθες σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες να είναι δύσκολες ή αδύνατες οι ομαδικές απολύσεις.
Το εργατικό πλαίσιο μπορεί να καταγραφεί από τον Δείκτη Νομοθεσίας για την Προστασία της Απασχόλησης- Employment Protection Legislation–ELP Index) του ΟΟΣΑ καθώς και από τον Δείκτη Ανταγωνιστικότητας της Εργασίας ((Labor Competitiveness Index) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Η τιμή του δείκτη ELP για την Ελλάδα όσο αφορά την πλήρη απασχόληση είναι 2,4 η οποία είναι χαμηλότερη από αυτόν των αναπτυγμένων δυτικών οικονομιών (πχ για την Γερμανία είναι 3) και παρόμοιος με αυτόν της Αναδυόμενης/Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Πολωνία 2,4, Τσεχία 2,7). Συνεπώς η κατάσταση είναι συγκρίσιμη ή και καλύτερη της υπόλοιπής Ευρώπης.
Επίσης όπως και με την ανταγωνιστικότητα, η χαμηλή βαθμολογία δεν οφείλεται στα εργατικά δεδομένα αλλά στη χαμηλή παραγωγικότητα (δηλαδή στη χαμηλή προστιθέμενη αξία της παραγωγής που θα αναλυθεί παρακάτω) καθώς και στην ποιότητα της διοίκησης, δηλαδή λείπουν τα στελέχη με υψηλή κατάρτιση όπως πχ σε κάποιες μικρές και οικογενειακές επιχειρήσεις . Αυτοί είναι εξωγενείς παράγοντες από το θεσμικό πλαίσιο και τους εργαζόμενους άρα κάτι που εναπόκειται στους επενδυτές για να βελτιώσουν.
3.Εργατικό Κόστος
Κάποιοι μπορεί να λένε ότι οι μισθοί στην Ελλάδα είναι υψηλοί. Αυτό εξαρτάται από το με τι συγκρίνονται. Αν συγκρίνονται με κάποιες αναπτυσσόμενες χώρες της Ασίας με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο ίσως να είναι. Αν συγκρίνονται με την Ευρώπη δεν είναι. Το θέμα είναι που τοποθετείται κανείς, ποιους ανταγωνίζεται και που θέλει να φτάσει. Με βάση τα δεδομένα του 2012 η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους μισθούς στον ΟΟΣΑ. Από τότε δε οι μισθοί μειώθηκαν περαιτέρω. Μειώθηκαν ως αποτέλεσμα της ανεργίας, της μείωσης της κατά κεφαλή δαπάνης, την υποαπασχόληση(για να μη μιλήσουμε για την μη καταβολή μισθών) αλλά και λόγω νομοθετικών ενεργειών (μείωση του κατώτατου μισθού, έλλειψη συλλογικών διαπραγματεύσεων κ.λπ.).
Σύμφωνα με το βιβλίο του Μιχάλη Ιγνατίου «Τρόικα, Ο Δρόμος προς την Καταστροφή» σε απόρρητο εσωτερικό έγγραφο του ΔΝΤ της 16 Απριλίου 2010, τον καιρό δηλαδή που συζητιόταν παρασκηνιακά η υπαγωγή στα μνημόνια, αναφέρεται ότι «Η ανταγωνιστικότητα μειώθηκε κατά 25% μετά την υιοθέτηση του Ευρώ, καθώς ο εγχώριος πληθωρισμός αυξανόταν περισσότερο από τον μέσο όρο της αύξησης της ισοτιμίας τους Ευρώ». Δηλαδή εδώ γίνεται παραδοχή της αισχροκέρδειας που δημιουργήθηκε κατά την μετάβαση στο Ευρώ με συνεπακόλουθη αύξηση των μισθών. Αυτό είναι κάτι που δεν συζητιέται όσο αφορά την περίφημη αύξηση των μισθών και το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» δηλαδή που πήγαν τα χρήματα αυτά (μεταξύ άλλων). Αλλά εν πάσει περιπτώσει έχει πλέον υπάρξει εσωτερική υποτίμηση με μείωση των μισθών πλέον του 25% αλλά η ανταγωνιστικότητα δεν έχει επανέλθει, μάλιστα μειώθηκε αφού μειώθηκε και το ΑΕΠ (βλέπε παρακάτω στη πλάνη της παραγωγικότητας). Δηλαδή κάτι πάει στραβά εδώ…
Κατά το ΔΝΤ, δεν υπάρχει περιθώριο για περαιτέρω μειώσεις των μισθών ή του διαθέσιμου εισοδήματος (αυτό έχει μειωθεί επίσης από την υψηλή φορολογία). Τα ποσοστά φτώχιας έχουν αυξηθεί και η κοινωνία είναι σε οριακό σημείο. Επιπλέον, οι συνεχείς μειώσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο ύφεσης με τη συνεχή μείωση της κατανάλωσης και άρα των εσόδων για επιχειρήσεις λιανικής. Αναφερόμαστε δηλαδή στη συζήτηση για τους μισθούς στο Δημόσιο, απουσία άλλων δυνατοτήτων απασχόλησης (και χωρίς να παρεξηγηθούμε ως κρατικιστές). Για να μην μιλήσουμε και για το Brain Drain (δηλαδή την φυγή των διπλωματούχων σε υψηλότερες αποδοχές τους εξωτερικού) και τη γενικότερη μετανάστευση η οποία στερεί εργατικούς πόρους αλλά και το μέλλον της χώρας μέσω της απώλειας ενεργού πληθυσμού και ασφαλιστικών εισφορών. Είναι επίσης μια απώλεια της εκπαιδευτικής δαπάνη που έχει καταβληθεί για τα άτομα αυτά τόσο από το κράτος μέσω της δωρεάν παιδείας όσο και από τις οικογένειές μέσω της εξωσχολικής παιδείας, για να μην επεκταθούμε στο ανθρώπινο μέρος.
Από την άλλη πλευρά, τα υπάρχοντα επίπεδα μισθών αποτελούν ήδη ένα ελκυστικό κόστος για νέες επενδύσεις, ιδίως όταν συνδυάζονται με το ότι οι Έλληνες εργάζονται πολλές ώρες και είναι καλά μορφωμένοι. Και βέβαια, εκτός αυτού η Ελλάδα παρέχει μια βάση εντός της ΕΕ και του Ευρώ. Αν αυτό δεν είναι θέλγητρο τότε ποιο το όφελος ένταξης στην ΕΕ και στο Ευρώ;
4.Συντάξεις και ασφαλιστικές εισφορές
Έχει γίνει πολλή συζήτηση για το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Βλέπετε οι συντάξεις είναι μεταξύ των πρώτων που κόβονται σε μια οικονομική αναδιάρθρωση για να δημιουργηθεί χώρος για άλλα έξοδα όπως η εξυπηρέτηση του χρέους. Στην καρδιά του θέματος βρίσκεται η συζήτηση για τη βιωσιμότητα των ελληνικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων με βάση το ύψος των συντάξεων, των αναλογιστικών δεδομένων και του υψηλού επιπέδου των ασφαλιστικών εισφορών. Ωστόσο, η συζήτηση συνήθως παραλείπει να κάνει αναφορά στη μείωση των περιουσιακών στοιχείων των συνταξιοδοτικών ταμείων λόγω της περικοπής κατά 53% των κρατικών ομολόγων κατά την αναδιάρθρωση του χρέους του 2012 (PSI). Επίσης λίγο αναφέρεται στη μείωση των εισφορών λόγω μείωσης της απασχόλησης λόγω της κρίσης και της φυγής των νέων στο εξωτερικό. Όπως δεν γίνεται και συζήτηση ή τώρα μάλλον είναι σε εξέλιξη για τις δαπάνες ιατρικής περίθαλψης που επιβάρυνε τα ταμεία όπως για τα φάρμακα όπου κατά κάποιους υπολογισμούς έχουν χαθεί €25 δις την περίοδο 2000-2015 από υπερτιμολογήσεις.
Το θέμα των συντάξεων νομίζω ότι πρέπει να το δει κανείς από μια ευρύτερη οικονομική, κοινωνική και πολιτική σκοπιά. Πρώτον, η Ελλάδα είναι μια τυπική Ευρωπαϊκή χώρα στην οποία οι κοινωνικές δαπάνες θεωρούνται μια φυσιολογική αν όχι απαραίτητη δαπάνη σε σχέση με τις Αγγλοσαξωνικές χώρες όπως οι ΗΠΑ που παίρνουν μια πιο αυστηρή θέση. Το σύνολο των δημόσιων κοινωνικών δαπανών στην Ελλάδα ανέρχονται στο 27% του ΑΕΠ, το οποίο είναι ένας σχετικά υψηλός αριθμός μέσα στον ΟΟΣΑ, ο οποίος υπολείπεται μόνο από χώρες με παραδοσιακές ευαισθησίες στην ισότητα και την κοινωνική μέριμνα όπως η Σκανδιναβικές χώρες και η Γαλλία. Ένα πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε ωστόσο είναι ότι το ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά 45% κατά τη διάρκεια της κρίσης, γεγονός που ίσως συμπαρέσυρε σε κάποιο βαθμό και επηρέασε και το επίπεδο των κοινωνικών δαπανών. Σε επιμέρους επίπεδο όμως, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα φαίνεται να είναι η υψηλότερη στην ΕΕ. Πού βρίσκεται η διαφορά; Πιθανώς σε υψηλότερο ποσοστό άλλων μορφών κοινωνικών δαπανών σε άλλες χώρες. Η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει πολύ χαμηλά και περιορισμένα επιδόματα ανεργίας. Ως εκ τούτου και λόγω των ισχυρών οικογενειακών δεσμών οι γονείς υποστηρίζουν συνήθως τα παιδιά τους σε κακουχίες. Επιπλέον, οι συντάξεις και οι μισθοί είναι αρκετά χαμηλοί στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Η μέση σύνταξη ανέρχεται σε € 846 το μήνα σε σύγκριση με € 1.233 στη Γερμανία. Αυτό ήταν το σημείο που επισήμανε ο Οικονομικός Επίτροπος Moscovici ενάντια στο αίτημα του εκπροσώπου του ΔΝΤ Thomsen για περαιτέρω περικοπές των συντάξεων. Αυτός επισήμανε ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα είναι υψηλότερες σε σχέση με τον μισθό σε σχέση με τη Γερμανία. Πρέπει κανείς να εξετάσει το επίπεδο των μισθών και των συντάξεων έναντι του κόστους διαβίωσης για να μπορεί να απαντήσει όπως και με βάση όλα τα άλλα αναλογιστικά δεδομένα.
Βλέποντάς το από μια άλλη πλευρά, οι ασφαλιστικές εισφορές στη Γερμανία και στην Ελλάδα είναι μεν αρκετά υψηλές αλλά κάτω από αυτό της Γαλλίας και από την άλλη υψηλότερες από ό, τι στη Σουηδία ή τη Δανία οι οποίες έχουν ένα γενναιόδωρο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Οπότε δεν βγαίνει κάποιο συμπέρασμα για το ύψος τους. Ίσως ορισμένες χώρες να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την κοινωνική πρόνοια από άλλες πηγές, όπως πιθανώς άμεσα μέσω των φόρων. Σε κάθε περίπτωση και όταν πρόκειται για τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, οι υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης δεν πρέπει να αποθαρρύνουν μια επένδυση στην Ελλάδα όπου οι μισθοί έτσι κι αλλιώς και το γενικό κόστος είναι χαμηλότεροι από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ όπως η Γερμανία. Οι κοινωνικές εισφορές και οι συντάξεις στην Ελλάδα δε, έχουν μειωθεί σημαντικά με βάση τις μνημονιακές επιταγές, ακόμη και αν κάτι τέτοιο μπορεί να μην είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα.
Ένας άλλος τρόπος να εξετάσουμε το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι να αφήσουμε τους αριθμούς και να το δούμε ως πολιτικό θέμα. Η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν καταλαβαίνει πολλά από αυτά τα νούμερα όπως, όπως οι αποδόσεις των ομολόγων και οι αναλογιστικοί υπολογισμοί. Δεν είναι δουλειά τους. Υπάρχουν ειδικοί και η δημόσια διοίκηση γι’αυτό. Μάλιστα πολλοί υποστηρίζουν ότι η χρησιμοποίηση δυσνόητων τεχνικών όρων είναι για να θολώσει τα νερά και να αποπροσανατολίσει. Αλλά ας δούμε αν έχουμε την ίδια αντίληψη για το τι είναι σύνταξη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ανταλλαγή τρέχοντος εισοδήματος για ένα μελλοντικό όφελος. Ας πούμε ότι πρόκειται για ένα κοινωνικό συμβόλαιο ή μια υπόσχεση μεταξύ των εργαζομένων και της κοινής θέλησής τους όπως εκπροσωπείται από τη δημόσια διοίκηση. Η συμφωνία λέει: θα σας δώσω κάτι κατά τη διάρκεια των εργάσιμων χρόνων μου, προκειμένου να λάβω συγκεκριμένα οφέλη και φροντίδα στα γηρατειά μου. Και αυτή η αντιμετώπιση έρχεται πολύ πιο πριν από το να μπούμε στη συζήτηση για τον αν η κοινωνική ασφάλιση είναι δικαίωμα ή αγαθό.
Στο βαθμό που και οι δύο πλευρές είναι ειλικρινείς και συνεπείς τότε δεν υπάρχει περιθώριο παρερμηνείας. Δεν υπάρχει περιθώριο που να υποστηρίξει κανείς ότι οι ασφαλιζόμενοι δεν συνείσφεραν επαρκώς. Η δημόσια διοίκηση θα έπρεπε να είχε απορρίψει από την αρχή ως μη βιώσιμη ή να τροποποιήσει τις εισφορές. Έτσι γίνεται και στα ιδιωτικά ασφαλιστικά προγράμματα άλλωστε και υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας για περίπτωση αθέτησης των υποσχόμενων ή αδυναμίας. Σε περίπτωση το σφάλμα δεν είναι των ασφαλισμένων. Είναι ευθύνη της διοίκησης να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις της και να παρέχει το συμφωνημένο επίπεδο συνταξιοδότησης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Για το θέμα αυτό έχουν προσφύγει ήδη οι ασφαλισμένοι στα Ελληνικά δικαστήρια τα οποία έχουν καταδικάσει τις περικοπές στις συντάξεις ως αντισυνταγματικές. Τα επιχειρήματα είναι ότι αυτές οι περικοπές εφαρμόστηκαν χωρίς την ενδεδειγμένη πρότερη δικαιολόγηση αφού έγινε υπό το καθεστώς βίας στη βάση την προάσπισης του γενικού καλού και επίσης έχουν επιβαρύνει δυσανάλογη τους συνταξιούχους παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας. Πράγματι, οι περικοπές στη σύνταξη είναι βαριές και οι συνταξιούχοι δεν μπορούν να αναμένουν να τις αναπληρώσουν κάποια στιγμή στο πολύ απώτερο μέλλον, όταν θα έχει υπάρξει οικονομική ανάκαμψη, αν γίνει ποτέ. Αν είναι για το κοινό καλό που οι συνταξιούχοι πρέπει να θυσιάσουν την περιουσία τους και την ευημερία τους τότε ποιες είναι οι θυσίες που λαμβάνονται από άλλες κοινωνικές ομάδες: όπως οι τράπεζες π.χ. για την αναλογική ελάφρυνση των δανειακών υποχρεώσεων (σημειώστε ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν κεφαλαιοποιηθεί με δημόσια κεφάλαιο όλων μας) ή οι εύποροι καταβάλλοντας μεγαλύτερους φόρους επί των εγχωρίων ή εξωχωρίων (offshore) πλούτη τους και η συζήτηση μπορεί να συνεχιστεί για πολλές άλλες ομάδες που πλήττονται από την κρίση άλλες πολύ και άλλες λίγο και ίσως για μερικές που πιθανώς το έχουν αποφύγει ή έχουν διασωθεί με κρατικές παρεμβάσεις.
5.Χαμηλή Παραγωγικότητα
Για να εξετάσουμε αυτήν την πλάνη πρέπει πρώτα να καθορίσουμε τι εννοούμε παραγωγικότητα. Είναι ατυχές πραγματικά το ότι το μέγεθος αυτό χρησιμοποιείται λανθασμένα. Παραγωγικότητα στη κοινή λογική σχετίζεται με το πόση εργασία/προϊόν παράγεται από έναν εργαζόμενο σε συγκεκριμένο χρόνο. Αυτό δεν είναι εύκολο να μετρηθεί στο σύνολο της οικονομίας παρά μόνο σε μια επιχείρηση οπότε αναφερόμαστε στην παραγωγικότητα όπως την εννοούν οι μηχανικοί. Αυτό που οι οικονομολόγοι ή οι πολιτικοί εννοούν όταν αναφέρονται στην παραγωγικότητα είναι το κλάσμα του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) ως προς τις συνολικές ώρες εργασίας. Αυτό δεν λέει πολλά. Εάν παράγετε ελαιόλαδο δεν έχει σημασία πόσο γρήγορα μαζεύετε τις ελιές η σκαλίζετε γιατί αυτός που παράγει πιο ακριβά προϊόντα όπως π.χ. αυτοκίνητα θα παράξει στον ίδιο χρόνο κάτι που θα αποφέρει υψηλότερο έσοδο το οποίο είναι και αυτό που καταγράφεται στο ΑΕΠ.
Είναι λοιπόν αλήθεια ότι η (οικονομική) παραγωγικότητα εργασίας όπως μετράται από το αυτό το κλάσμα είναι χαμηλή. Ακόμα πιο ενδιαφέρον ότι μετά από οκτώ χρόνια κρίσης και τόσων μεταρρυθμίσεων η παραγωγικότητα έχει πέσει και κατά τα λεγόμενα των πολιτικών χρειάζονται ακόμα περισσότερες…. Η στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε… Αλλά γιατί; Με βάση τα μαθηματικά και μόνο αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή είτε η προστιθέμενη αξία στο ελληνικό ΑΕΠ είναι χαμηλή είτε οι ώρες εργασίας είναι πάρα πολλές.
-
- Μπορεί να είναι πολλές οι ώρες εργασίας επειδή υπάρχει λιγότερη αυτοματοποίηση; Μάλλον δεν είναι αυτός ο λόγος, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας είναι σε υπηρεσίες που δεν είναι και τόσο αυτοματοποιημένες γενικά. Ίσως τότε να υπάρχει πολύς αδρανής χρόνος δηλ. κάποιος κόσμος πάει στη δουλειά αλλά δεν κάνει πολλά. Αν ναι, στο βαθμό που αυτό το έργο (δηλ. ΑΕΠ στον αριθμητή) μπορεί να ολοκληρωθεί με λιγότερες ώρες εργασίας ή να αυτοματοποιηθεί τότε μόνο με τη μείωση του χρόνου εργασίας θα αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργασίας. Εύρηκα! Το ερώτημα είναι αν οι εργοδότες θα συμφωνούσαν με μειωμένο ωράριο εργασίας αλλά με την ίδια αμοιβή ή αν θα γινόντουσαν απολύσεις. Οπότε το θέμα θα ήταν τι θα γίνουν αυτοί οι «πλεονάζοντες» εργαζόμενοι…
-
- Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ΑΕΠ απαιτεί παραγωγή υψηλής αξίας (π.χ. προϊόντα πολυτέλειας, επώνυμα και υψηλής τεχνολογίας). Αυτό είναι θέμα επιχειρηματικής στρατηγικής, αν και μπορεί να επηρεάζεται και από τις δεξιότητες του προσωπικού. Η υψηλή προστιθέμενη αξία όμως απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις σε διαφήμιση (branding και marketing), τεχνολογία (δηλαδή Έρευνα και Ανάπτυξη E&A (Research &Development – R&D)) και εκπαίδευση προσωπικού μεταξύ άλλων. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Ελλάδα μπορεί να είναι γνωστή για τον τουρισμό, το οποίο ίσως να έχει γίνει και τυχαία, αλλά είναι πολύ δύσκολο να συμβεί για άλλα προϊόντα όπως πχ τεχνολογίας όπου δεν υπάρχει παράδοση και αντιμετωπίζει και μεγάλο ανταγωνισμό. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα υστερεί σε επίπεδο Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) ή και μεταποίησης. Η δαπάνη για Ε&Α ανέρχεται σε 0.8% του ΑΕΠ σε σχέση με 4.2% στο Ισραήλ, 2.8% στις ΗΠΑ, 2% στην Κίνα και 1.9% στον μέσο όρο της ΕΕ. Στις ΗΠΑ και αλλού μεγάλο μέρος της δαπάνης καλύπτουν επίσης ιδιωτικά κεφάλαια και μεγάλες εταιρίες που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Αυτά είναι τα λεγόμενα startup τα περισσότερα από τα οποία αποτυγχάνουν αλλά εν τω μεταξύ έχουν απασχολήσει κόσμο και συνολικά έχουν παράξει αξία (καλή είναι η έρευνα αλλά μέχρι να αποδώσει κάποιος πρέπει να πληρώνει το νοίκι και το φαγητό….). Για όλα αυτά χρειάζονται κεφάλαια.
- Από την άλλη πλευρά, η αύξηση του ΑΕΠ απαιτεί παραγωγή υψηλής αξίας (π.χ. προϊόντα πολυτέλειας, επώνυμα και υψηλής τεχνολογίας). Αυτό είναι θέμα επιχειρηματικής στρατηγικής, αν και μπορεί να επηρεάζεται και από τις δεξιότητες του προσωπικού. Η υψηλή προστιθέμενη αξία όμως απαιτεί και σημαντικές επενδύσεις σε διαφήμιση (branding και marketing), τεχνολογία (δηλαδή Έρευνα και Ανάπτυξη E&A (Research &Development – R&D)) και εκπαίδευση προσωπικού μεταξύ άλλων. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη. Η Ελλάδα μπορεί να είναι γνωστή για τον τουρισμό, το οποίο ίσως να έχει γίνει και τυχαία, αλλά είναι πολύ δύσκολο να συμβεί για άλλα προϊόντα όπως πχ τεχνολογίας όπου δεν υπάρχει παράδοση και αντιμετωπίζει και μεγάλο ανταγωνισμό. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα υστερεί σε επίπεδο Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) ή και μεταποίησης. Η δαπάνη για Ε&Α ανέρχεται σε 0.8% του ΑΕΠ σε σχέση με 4.2% στο Ισραήλ, 2.8% στις ΗΠΑ, 2% στην Κίνα και 1.9% στον μέσο όρο της ΕΕ. Στις ΗΠΑ και αλλού μεγάλο μέρος της δαπάνης καλύπτουν επίσης ιδιωτικά κεφάλαια και μεγάλες εταιρίες που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα. Αυτά είναι τα λεγόμενα startup τα περισσότερα από τα οποία αποτυγχάνουν αλλά εν τω μεταξύ έχουν απασχολήσει κόσμο και συνολικά έχουν παράξει αξία (καλή είναι η έρευνα αλλά μέχρι να αποδώσει κάποιος πρέπει να πληρώνει το νοίκι και το φαγητό….). Για όλα αυτά χρειάζονται κεφάλαια.
6.Η Ελλάδα δεν παράγει ή δεν μπορεί να παράγει
Είναι γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή έχει εξοντωθεί τα τελευταία χρόνια και αυτή τη στιγμή αναλογεί στο 8% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 15% και ο στόχος είναι να φτάσει στο 20% μέχρι το 2020. Η Ελλάδα δεν ήταν πάντα χωρίς μεταποιητική παραγωγή αλλά ακόμα και τώρα έχει σημαντική τεχνογνωσία σε ορισμένους τομείς. Μεταξύ 1950-1975 η παραγωγική δραστηριότητα αυξήθηκε εκθετικά συμπαρασύροντας σε αύξηση και το ΑΕΠ με ρυθμούς 7% (είναι ευρέως αποδεκτό ότι η μεταποίηση δημιουργεί περισσότερη αξία για μια οικονομία και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας από τις υπηρεσίες). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η Ελλάδα παρήγαγε ηλεκτρικές συσκευές, υφάσματα και ρούχα, καταναλωτικά αγαθά, ακόμη και αυτοκίνητα! Μερικοί ίσως θυμούνται επιχειρήσεις όπως τις αυτοκινητοβιομηχανίες Namco(Pony) και Teokar (Nissan), το πρώτο ηλεκτρικό αυτοκίνητο Enfield8000 που κατασκευάστηκε στο Νεώριο Σύρου, τα Zita Hellas, τις χαρτοβιομηχανίες Softex και Diana, τις κλωστοϋφαντουργίες (Πειραϊκή Πατραϊκή, Κλωνατεξ κ.α.), τα παιχνίδια ElGreco, τις συσκευές Ιzola και Pitsos (συνεχίζουν να υπάρχουν ως επωνυμίες αν και με αβέβαιο μέλλον), τη ΧΡΩΠΕΙ ακόμα και πολυεθνικές που παρήγαγαν φάρμακα, ελαστικά (Goodyear, Pirelli) και άλλα προϊόντα στην Ελλάδα. Από το 1980 όμως, με την είσοδο στην ΕΕ χωρίς να θέλουμε να επεκταθούμε εδώ και χωρίς να είναι ο μόνος λόγος, η μεταποιητική δραστηριότητα άρχισε να κάμπτεται. Τότε εμφανίστηκε και η καταστρεπτική, ανεύθυνη ρήση ότι «ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της Ελλάδας….» Από το 2005 και μετά η παραγωγή κατακρημνίστηκε λόγω και της κρίσης και έχουμε και πολλές χρεοκοπίες. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικές ικανότητες και προοπτικές στις κατασκευές, στη ναυπηγική, τον αμυντικό τομέα, τη μεταλλουργία, στην παραγωγή ενέργειας, τη φαρμακοβιομηχανία, την αγροτοβιομηχανία και μεταποίηση τροφίμων. Αλλά μπορεί να αναπτύξει ή να αναστήσει τη δραστηριότητα και σε άλλους τομείς όπως θα αναπτύξουμε παρακάτω αλλά και εκτενέστερα αλλού. Και φυσικά υπάρχουν και τόσοι Έλληνες που δουλεύουν σε βιομηχανίες στο εξωτερικό οι οποίοι έτσι θα μπορέσουν και να επιστρέψουν και να συνεισφέρουν.
Η Ελλάδα διαθέτει μεγάλες δυνατότητες σε Ερευνά και Ανάπτυξη λόγω του μεγάλου αριθμό πτυχιούχων και κατόχων διδακτορικών που αποφοιτούν από τα πανεπιστήμιά της πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη χώρα για να εργαστούν στο εξωτερικό. Περισσότεροι από 400.000 Έλληνες έχουν εγκαταλείψει την Ελλάδα από την αρχή της κρίσης, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μορφωμένοι (το λεγόμενο Brain Drain). Πολλοί από αυτούς που μένουν στην Ελλάδα είναι άνεργοι (20%) ή υποαπασχολούμενοι. Οι Έλληνες επιστήμονες είναι σεβαστοί και επιτυχημένοι παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ιωαννίδη του περίφημου Πανεπιστημίου Stamford της Καλιφόρνιας το 3% των κορυφαίων ερευνητών παγκοσμίως είναι Έλληνες, το 85% των οποίων ζει στο εξωτερικό. Παρά την καταστροφολογία τα Ελληνικά πανεπιστήμια έχουν επίσης αξιοσέβαστη κατάταξη σύμφωνα με την παγκόσμια βαθμολογία πανεπιστημίων QS, έξι από αυτά είναι μεταξύ των καλύτερων στον κόσμο. Κι αν οι κατατάξεις δεν φτάνουν μπορεί κανείς να δει πόσοι απόφοιτοι των Ελληνικών πανεπιστημίων είναι σε περίοπτες θέσεις στο εξωτερικό. Όλοι αυτοί θα μπορούσαν να αναπτύξουν ένα παγκόσμιο δίκτυο επιστημονικής συνεργασίας με συναδέλφους τους στην Ελλάδα δρώντας ως συνδετικός κρίκος με τις τοπικές τους ερευνητικές κοινότητες ώστε να πολλαπλασιαστούν οι δυνατότητες Ε&Α στην Ελλάδα.
Το συνηθισμένο επιχείρημα ότι η Ελλάδα έχει μικρό μέγεθος και δεν μπορεί να αναπτύξει τις απαραίτητες οικονομίες κλίμακας στον τομέα της μεταποίησης, μπορεί εύκολα να αποκρουστεί αν κοιτάξουμε χώρες του ίδιου μεγέθους οι οποίες παράγουν (πχ Τσεχία). Κυρίως όμως, με τις τεχνολογικές εξελίξεις η παραγωγή του μέλλοντος κατά τη λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση (Manufacturing 4.0) δεν θα είναι ίδια με εκείνη του παρελθόντος. Θα είναι αυτοματοποιημένη και θα επιτρέπει την μικρού μεγέθους τοπική παραγωγή σε αντίθεση με τα μεγάλα εργοστάσια του παρελθόντος. Εκτιμάται ότι στο κοντινό μέλλον οι περισσότερες χειρωνακτικές εργασίες θα αναληφθούν από ρομπότ και οι υπάλληλοι θα είναι υψηλότερου μορφωτικού επιπέδου για να τα διαχειριστούν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο π.χ. εκτιμάται ότι το 57% των θέσεων εργασίας στον τομέα της μεταποίησης θα εξαλειφθεί στο κοντινό μέλλον λόγω αυτοματοποίησης.
Τέλος, όπως διαπιστώσαμε η πτώση της παραγωγικότητας οφείλετε στη μείωση του ΑΕΠ. Δηλαδή δεν παράγουμε αρκετά ασχέτως εάν είναι χαμηλής ή υψηλής προστιθέμενης αξίας. Μήπως θα πρέπει κάποια στιγμή να σκεφτούμε μια πορεία αύξησης του ΑΕΠ με τόνωση της εγχώριας παραγωγής με υποκατάσταση εισαγωγών από τοπικά παραγόμενα και συσσώρευση κεφαλαίου και τεχνογνωσίας στην Ελλάδα για περαιτέρω ανάπτυξη; Η Ελλάδα εισάγει εκτός από πετρέλαιο και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας ακόμα και αγροτοκτηνοτροφικά προϊόντα! Για αυτόν τον λόγο άλλωστε και αποκλείεται από κάποιους η άσκηση μιας ανεξάρτητης πολιτικής ή ακόμα και εθνικού νομίσματος. Θα πεινάσουμε είναι η επωδός. Σαν να συνεχίζουμε να δίνουμε στον ναρκομανή τη δόση του γιατί αλλιώς θα έχει στέρηση. Φυσικά εννοείται ότι μια τέτοια μετάβαση πρέπει να είναι σταδιακή. Η τοπική παραγωγή θα συνέτεινε στη δημιουργία θέσεων εργασίας για τους τόσους άνεργους που τώρα μένουν στο περιθώριο. Αλλά μια τέτοια μετάβαση θα απαιτούσε ενδεχομένως και μια προστασία της δραστηριότητας αυτής τουλάχιστον στα αρχικά στάδια κάτι που ίσως δεν είναι δυνατό στο παρόν Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αλλά όλα αυτά είναι μια μεγάλη συζήτηση του θα εξεταστούν με άλλη ευκαιρία, απλά για τώρα αναφέρονται ως τροφή για σκέψη.
Σύντομο Βιογραφικό
Ο Παναγιώτης Κ. Χατζηπλής είναι απόφοιτος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Μηχανολόγος Μηχανικός) και συνέχισε τις σπουδές το εξωτερικό στην διοίκηση επιχειρήσεων στο Manchester Business School Αγγλίας και Kelley Business School, Indiana ΗΠΑ. Είναι επίσης λάβει την διαπίστευση χρηματοοικονομικού αναλυτή κατά το CFA και στα λογιστικά κατά το ACCA. Έχει εργαστεί για τις μεγάλες διεθνείς συμβουλευτικές εταιρίες Deloitte και PriceWaterhouseCoopers σε Ελλάδα και Νέα Υόρκη στο τομέα χρηματοοικονομικών συμβουλών και εξαγορών επιχειρήσεων. Έχει επίσης υπηρετήσει στον Τομέα Επιθεώρησης Τραπεζών της Τράπεζας της Ελλάδος. Σήμερα δραστηριοποιείται στην παροχή συμβουλών με έδρα την Νέα Υόρκη και την Αθήνα μέσα από την συμβουλευτική του Transatlantic Business Forum εστιάζοντας σε εξαγορές, άντληση κεφαλαίων, είσοδο και ανάπτυξη στην Αμερικανική και Ελληνική αγορά για μικρομεσαίες έως νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) καθώς και την έρευνα για τις κεφαλαιαγορές, το εμπόριο, τις επενδυτικές ευκαιρίες και την οικονομία των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Έχει συμμετέχει σε ομιλίες στην Νέα Υόρκη (όπως στο New York University, Baruch College) όπου είναι και μέλος πολλών Ελληνικών και Αμερικανικών επαγγελματικών οργανώσεων και αρθρογραφεί τακτικά.