Αθήνα, 22.3.2019
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξόντωσε φορολογικά τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις με αποτέλεσμα η κατάσταση που έχει επικρατήσει στην πραγματική οικονομία να βρίσκεται στα όρια ασφυξίας.
Από την άλλη πλευρά, οι υψηλοί αυτοί φόροι που πληρώνουν οι έλληνες πολίτες δεν είναι ανταποδοτικοί. Δεν πηγαίνουν στη βελτίωση των υπηρεσιών που παρέχονται στους πολίτες από το κράτος, όπως στην Παιδεία , στην Υγεία, στη Δημόσια Διοίκηση, στην ασφάλεια. Χρησιμοποιούνται για να εμφανίζει η Κυβέρνηση δήθεν υψηλά πλεονάσματα και να ασκεί πελατειακή πολιτική.
Σύμφωνα με την Eurostat, κατά τη διάρκεια της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, κάθε πολίτης έχασε τουλάχιστον 2.500 ευρώ. Συγκεκριμένα, το 2014 η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων αντιστοιχούσε στο 72% του μέσου ευρωπαϊκού, και σήμερα το ποσοστό έχει πέσει στο 67%.
Ομοίως, η εικόνα στην αγορά εργασίας δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Το Δεκέμβριο του 2018, σύμφωνα με τον ΟΑΕΔ, η ανεργία έφτασε στους 1.116.816 ανέργους, ενώ τον Ιανουάριο 2019 χάθηκαν 22.333 θέσεις απασχόλησης. Παράλληλα, 1 στους 3 εργαζόμενους λαμβάνει μισθό 317 ευρώ, ενώ υπάρχει απόλυτη κυριαρχία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στις νέες προσλήψεις από το 2015.
Υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις στην προώθηση αποκρατικοποιήσεων, στην αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ενώ δημιουργούνται και νέες υποχρεώσεις στην αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού των «κόκκινων δανείων», στην ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας και στις διοικητικές μεταρρυθμίσεις. Οι κίνδυνοι για την μελλοντική πορεία της οικονομίας ενισχύονται.
Σε κάθε περίπτωση για να επιτευχθεί πραγματική, βιώσιμη, διαρκής αύξηση των θέσεων απασχόλησης και του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων, πρέπει να αλλάξει το μείγμα πολιτικής με μείωση φόρων και εισφορών, επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, αποκρατικοποιήσεις και αποτελεσματικότερο κράτος.
Είναι σαφές ότι η υπερφορολόγηση πλήττει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, σε συνδυασμό με την δαιδαλώδη γραφειοκρατία αποθαρρύνουν τις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις χρειάζονται διπλάσιο χρόνο για να διεκπεραιώσουν τις υποχρεώσεις τους στην εφορία σε σύγκριση με εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα, το υψηλό φορολογικό σύστημα πλήττει και τις αδύναμες κοινωνικά ομάδες.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τα πρόσθετα βάρη που σηκώνουν οι έλληνες για την αγορά συμπληρωματικών υπηρεσιών σε βασικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως π.χ. υγεία, παιδεία, επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την κατάσταση των νοικοκυριών.
Με άλλα λόγια, η Κυβέρνηση, δυστυχώς, ιδιαίτερα τώρα ενόψει εκλογών εξαντλείται με την παροχολογία αφήνοντας την βαριά κληρονομιά των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην επόμενη Κυβέρνηση. Πρόκειται για την χειρότερη Κυβέρνηση της μεταπολίτευσης. Εκλέχτηκαν το 2015 τάζοντας πράγματα ανέφικτα και κάνοντας ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που είχαν πει. Έπνιξαν τους πολίτες στους φόρους και στις εισφορές. Διέλυσαν τον μικρομεσαίο επιχειρηματία και τον ελεύθερο επαγγελματία.
Είναι συνεπώς αναγκαίο, με αυριανή Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και Πρωθυπουργό τον Κυρ. Μητσοτάκη, να μειωθούν οι φόροι και οι εισφορές. Αποτελεί άμεση προτεραιότητα. Δεν αντέχεται άλλο αυτή η φορολογική επιβάρυνση. Παράλληλα, να ληφθούν μέτρα για προσέλκυση επενδύσεων. Η χώρα δεν μπορεί να βγει από την κρίση εάν δεν υπάρξει μια έκρηξη επενδύσεων στον ιδιωτικό τομέα. Το πρόβλημα της ανεργίας δεν λύνεται με κάποιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Θέσεις απασχόλησης δημιουργούνται μόνο μέσα από επενδύσεις σε κλάδους όπου η χώρα έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Πρέπει να απλοποιηθεί σημαντικά το ρυθμιστικό περιβάλλον. Επίσης, θα πρέπει η Παιδεία να αναβαθμιστεί και να συνδεθεί με την οικονομία και την παραγωγικότητα. Να επεκταθούν τα πρότυπα σχολεία σε κάθε περιφερειακή ενότητα.
Συνεπώς, πρέπει άμεσα η χώρα να μπει σε ένα άλλο στάδιο με βασικό άξονα την δραστική μείωση της υπερφορολόγησης που πλήττει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Σπύρος Ταλιαδούρος
Υφυπουργός Παιδείας
Βουλευτής Ν. Καρδίτσας
